- νομοφύλακας
- νομοφύλαξguardian of the lawsmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NOMOPHYLACES — quinam olim dicti sint, docet Columella, l. 12. c. 3. in fin. cum ait: In bene moratis Civitatibus semper est observatum, quarum Primoribus atque Optimatibus non satis visum est bonas leges hahere, nisi Custodes earum diligentissimos cives… … Hofmann J. Lexicon universale
θεσμοφύλακας — ο (ΑΜ θεσμοφύλαξ, Α και βοιωτ. τ. τεθμοφούλαξ) ο φύλακας τών θεσμών, τών νόμων, ο νομοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + φύλαξ, κος] … Dictionary of Greek
παντεχνής — Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. Τα κυριότερα μέλη της ήταν τα εξής: 1. Θεόδωρος. Νομοφύλακας του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, φρόντιζε και για την τροφοδοσία και το προσωπικό των ανακτόρων. 2. Ιωάννης. Μέγας σκευοφύλακας της Εκκλησίας. 3.… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
Αριστηνός, Αλέξιος — (12ος αι.).Βυζαντινός λόγιος, νομοφύλακας της Αγίας Σοφίας. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιωάννη B’ Κομνηνού, που του είχε αναθέσει τη σύνταξη ερμηνείας στη σύνοψη των κανόνων της εκκλησίας, που είχε γράψει ο Στέφανος ο Εφέσιος. Το έργο του… … Dictionary of Greek
Βαλάσιος — (17ος αι.). Ιερέας και νομοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, γνωστός και με το όνομα Μπαλάσιος. Ο Β. άκμασε περίπου το 1650 80, όταν ασχολήθηκε με τη βυζαντινή μουσική. Η συμβολή του σε αυτήν αποτελεί σταθμό στην εξέλιξή της. Στη μονή Ιβήρων … Dictionary of Greek
Δοξαπατρής — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και λογίων του Βυζαντίου. 1. Βουτσαράς (12ος 13ος αι.). Ήρωας στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δύσης (1204), και ενώ στην Πελοπόννησο είχε αρχίσει να… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Χούμνος — Επώνυμο βυζαντινών αξιωματούχων και λογίων. 1. Γεώργιος. Κρητικός ποιητής που καταγόταν από τον Χάνδακα. Έζησε στην τελευταία περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από τα έργα του σώθηκε μία έμμετρη ιστορία, που καλύπτει χρονολογικά την περίοδο… … Dictionary of Greek